Αζαλέα

Αζαλέα
(azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα περισσότερα των ορεινών ζωνών της Ασίας. Στις εύκρατες χώρες καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, στην ύπαιθρο ή και σε θερμοκήπια, όπως π.χ. στις όχθες των περισσότερων λιμνών των χαμηλών περιοχών των Άλπεων. Η κοινότερη από όλες τις διακοσμητικές α. είναι η λεγόμενη ινδική α. (ροδόδενδρον το ινδικόν ή α. η ινδική), θάμνος ψηλός έως 2 μ., με μικρά λογχοειδή φύλλα που πέφτουν μόνο αφού βγουν τα νέα· τα άνθη της είναι κωδωνοειδή-χοανοειδή, ανοιχτά, απλά ή διπλά, με χρώματα ποικίλα (άσπρα, ρόδινα, κόκκινα, μενεξεδί μονόχρωμα ή γεμάτα στίγματα) ανάλογα με την ποικιλία. Προτιμά τα δροσερά πυριτικά εδάφη χωρίς ασβεστόλιθο και έχει πλούσια ανθοφορία από τον Μάρτιο έως τον Μάιο. Οι ανθοκόμοι ασχολούνται με πάθος με τις α., που κατέχουν πάντα περίβλεπτη θέση στις ανθοκομικές εκθέσεις, και πετυχαίνουν ωραίες διασταυρώσεις. Στην Ελλάδα και ειδικά στη Θράκη υπάρχει ένα αυτοφυές είδος α., το ροδόδενδρον το ποντικόν, που ευδοκιμεί επίσης στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και σε περιοχές της νότιας Ευρώπης. Στη βόρεια και κεντρική Ευρώπη μόνο ένα είδος α. είναι γνωστό ως ιθαγενές: η α. η έρπουσα, μικροσκοπική, με ανοιχτοκόκκινα άνθη, η οποία συναντάται στα χαμηλότερα σημεία των Άλπεων. Ποικιλία του φυτού αζαλέα, που φημίζεται για την πλούσια ανθοφορία του. Ποικιλία αζαλέας με κόκκινα άνθη.
* * *
η
γένος φυτών τής οικογένειας τών Ερεικιδών, με ένα μόνο γνωστό είδος, ιθαγενές τής κεντρικής, βόρειας και αρκτικής Ευρώπης και τής Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. azalea, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < θηλ. τού επιθ. αζαλέος «ξηρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀζαλέα — ἀζαλέᾱ , ἀζαλέα dry fem nom/voc/acc dual ἀζαλέᾱ , ἀζαλέα dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀζαλέος dry neut nom/voc/acc pl ἀζαλέᾱ , ἀζαλέος dry fem nom/voc/acc dual ἀζαλέᾱ , ἀζαλέος dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζαλέα — η καλλωπιστικό φυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀζαλέας — ἀζαλέᾱς , ἀζαλέα dry fem acc pl ἀζαλέᾱς , ἀζαλέα dry fem gen sg (attic doric aeolic) ἀζαλέᾱς , ἀζαλέος dry fem acc pl ἀζαλέᾱς , ἀζαλέος dry fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέαις — ἀζαλέα dry fem dat pl ἀζαλέος dry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέη — ἀζαλέα dry fem nom/voc sg (epic ionic) ἀζαλέος dry fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέην — ἀζαλέα dry fem acc sg (epic ionic) ἀζαλέος dry fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέης — ἀζαλέα dry fem gen sg (epic ionic) ἀζαλέος dry fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέῃ — ἀζαλέα dry fem dat sg (epic ionic) ἀζαλέος dry fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέῃς — ἀζαλέα dry fem dat pl (epic ionic) ἀζαλέος dry fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζαλέῃσι — ἀζαλέα dry fem dat pl (epic ionic) ἀζαλέος dry fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”